- κουτοπονηριά
- ηη πονηριά κουτού ανθρώπου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουτοπονηριά — η [κουτοπόνηρος] 1. καχυποψία που οφείλεται σε έλλειψη ευρείας αντιλήψεως 2. προσποιητή αφέλεια πονηρού ανθρώπου ή πονηρία κουτού ανθρώπου … Dictionary of Greek
μικροπονηριά — και μικροπονηρία η 1. η ιδιότητα τού μικροπόνηρου, κουτοπονηριά 2. πράξη που οφείλεται σε μικροπονηρίά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικροπόνηρος. Η λ., στον τ. μικροπονηρία, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek